-
1 εὐ-χέρεια
εὐ-χέρεια, ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache, Arist. H. A. 7, 10; ἡ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχ. Plut. Pericl. 13, mit ταχυτής verbunden; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand, Luc. amor. 11; Beweglichkeit des Körpers, καὶ εὐκολία Plat. Legg. XII, 942 b, u. in derselben Vrbdg = Umgänglichkeit Alc. I, 122 c. – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, Plat. Rep. IV, 426 d; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit, III, 391 e; πρὸς ὀργήν Luc. Prom. 9; dah. neben βωμολοχία, Plut. Nic. 3; Leichtsinn, Nachlässigkeit, περὶ τοὺς ὅρκους Lyc. 8; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit, 15; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον Demetr. 11, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte giebt, Pol. 16, 18, 3; a. Sp.; Muthwille, Frevel, Aesch. Eum. 471; – die Leichtigkeit, mit der sich Etwas behandeln läßt, τῆς πράξεως Aesch. 1, 124; καὶ κουφότης Plut. Alex. 71.
-
2 ευχερεια
ἥ1) ловкость, проворство(εὐκολία καὴ εὐ. Plat.; ἐν τῷ ποιεῖν Plut.)
2) искусство, мастерство(τοῦ Πραξιτέλους Luc.)
3) склонность, тяготение, влечение(τῆς πονηρίας Plat.; πρὸς ὀργήν Luc.)
4) распущенность, беззаботность, легкомысленное отношение(πρὸς τοὺς ἔρωτας и περὴ τὰς γυναῖκας Plut.)
5) легкомыслие, невнимательность, пренебрежение(περὴ τοὺς ὅρκους, πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
6) подвижность, легкость(τῆς πράξεως Aeschin.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Plut.)
-
3 εὐχέρεια
εὐ-χέρεια, ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand; Beweglichkeit des Körpers; Umgänglichkeit. Geneigtheit, Bereitwilligkeit; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit; Leichtsinn, Nachlässigkeit; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte gibt; Mutwille, Frevel; die Leichtigkeit, mit der sich etwas behandeln läßt
См. также в других словарях:
Οικονόμος, Γεώργιος — (Αθήνα 1883 – 1951). Έλληνας αρχαιολόγος. Αφού ολοκλήρωσε τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία (1903 1908), όπου παρακολούθησε κυρίως μαθήματα αρχαιολογίας και… … Dictionary of Greek
Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… … Dictionary of Greek
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek
σαυροκτόνος — ο / σαυροκτόνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που φονεύει σαύρες 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος περίφημο άγαλμα τού Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ψελιώ — όω, Α [ψέλιον] 1. περιβάλλω κάτι σαν ψέλιο, σαν δακτύλιος, περιστέφω («ψελιοῡν αὐχένα στεφάνοις», Ανθ. Παλ.) 2. μέσ. ψελιοῡμαι, όομαι φορώ ψέλιο, έχω βραχιόλι 3. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Ψελιουμένη τίτλος αγάλματος τού Πραξιτέλους … Dictionary of Greek
PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον … Hofmann J. Lexicon universale